θούρις

Revision as of 20:00, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
= νύμφη, Μοῦσα.
Étymologie: mot macédonien.

Greek Monolingual

θοῦρις, -ιδος, ἡ (Α)
θούρος
(στον Όμ. πάντοτε με τα ουσ. αλκή, αιγίς, ασπίς)
α) «θούριδος ἀλκῆς» — της πολεμικής ορμής, Ομ. Οδ.
β) «θοῦρις ἀσπίς» — η ασπίδα με την οποία ορμάει κανείς στη μάχη, Ομ. Ιλ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του θούρος].