τριακοντούτης

Revision as of 20:25, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

English (LSJ)

τρῐᾱκοντ-οῦτις, A v. τριακονταέτης.

Greek (Liddell-Scott)

τριᾱκοντούτης: -οῦτις, ἴδε τριακονταετής.

French (Bailly abrégé)

ης, ες ; gén. εος;
qui dure trente ans.
Étymologie: τριάκοντα, ἔτος.

Greek Monolingual

-ες / τριακοντούτης, -οῦτες, ΝΜΑ, και λόγιος τ. θηλ. τριακοντούτις Ν, και τριακονταέτηρος, -ον, Μ, και τ. θηλ. τριακοντοῦτις, -ούτιδος, Α
ο τριακονταετής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριακοντοέτης < τριάκοντα + -ετης (< ἔτος), με συναίρεση του ληκτικού φωνήεντος του α' συνθετικού και του αρκτικού -ε- του β' συνθετικού (πρβλ. πεντηκοντ-ούτης)].

Greek Monotonic

τριᾱκοντούτης: -οῦτις, βλ. τριακοντα-ετής.

Russian (Dvoretsky)

τριᾱκοντούτης: Thuc. = τριακονταετής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριακοντούτης -ες, gen. -ου, f. τριακοντοῦτις, zie τριακονταέτης.