ἐπικέλλω (Α)1. πλησιάζω πλοίο στην ξηρά, το αράζω2. (αμτβ.) (για πρόσ.) προσεγγίζω στην ξηρά («χέρσῳ ἐπέκελσαν ἐρετμοῖς», Απολλ. Ρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κέλλω «οδηγώ πλοίο στην ξηρά»].