προσυποκλίνω

Revision as of 15:05, 18 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")

English (LSJ)

[ῑ], A place underneath, τοῖς μηροῖς τὰ γόνατα Paul.Aeg.3.76.

Greek Monolingual

Α ὑποκλίνω
τοποθετώ κάτι κάτω από κάτι άλλο δίνοντας του κλίση («προσυποκλίνειν τοῖς μηροῖς τὰ γόνατα», Παύλ. Αιγ.).