γλύκασμα

Revision as of 15:19, 20 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " LXX " to " LXX ")

English (LSJ)

ατος, τό, A sweetness, LXX Pr.16.24, al.; sweet wine, ib.Ne.8.10, al.

Greek (Liddell-Scott)

γλύκασμα: -ατος, τό, γλυκύτης, γλυκὺ πρᾶγμα, Ἑβδ. (Παροιμ. ις΄, 24 κ. ἀλλ.).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 dulzor fig. de las palabras, LXX Pr.16.24.
2 vino dulce LXX 1Es.9.51.

Greek Monolingual

το (AM γλύκασμα) γλυκάζω
1. γλυκύτητα
2. γλυκό κρασί
νεοελλ.
1. καταπράυνση
2. (για τον καιρό) βελτίωση
3. τα γλυκάσματα
πολτώδη φαρμακευτικά παρασκευάσματα από φυτά.