διετηρίς

Revision as of 15:25, 20 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " LXX " to " LXX ")

English (LSJ)

ίδος, ἡ, (διετής) A space of two years, LXX 2 Ki.13.23, IGRom.4.850 (Laodicea ad Lycum).

Greek (Liddell-Scott)

διετηρίς: -ίδος, ἡ, (διετὴς) διάστημα δύο ἐτῶν, Ἑβδ. (2 Βασιλ. ιγ΄, 23).

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
1 espacio de dos años LXX 2Re.13.23.
2 certamen agonístico bienal, Laodicée p.285.n.5 (III d.C.).

Greek Monolingual

διετηρίς, η (Α)
διετία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δύο) + -ετηρίς < -ετηρος < έτος (πρβλ. δεκέτηρος, πεντέτηρος)].