διετηρίς
English (LSJ)
ίδος, ἡ, (διετής) A space of two years, LXX 2 Ki.13.23, IGRom.4.850 (Laodicea ad Lycum).
Greek (Liddell-Scott)
διετηρίς: -ίδος, ἡ, (διετὴς) διάστημα δύο ἐτῶν, Ἑβδ. (2 Βασιλ. ιγ΄, 23).
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
1 espacio de dos años LXX 2Re.13.23.
2 certamen agonístico bienal, Laodicée p.285.n.5 (III d.C.).
Greek Monolingual
διετηρίς, η (Α)
διετία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δύο) + -ετηρίς < -ετηρος < έτος (πρβλ. δεκέτηρος, πεντέτηρος)].