ἀπαναισχυντέω

Revision as of 16:00, 20 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " LXX " to " LXX ")

English (LSJ)

A behave with effrontery, c. acc. cogn., ἀ. τοῦτο Pl. Ap.31b; c. inf., Alex.Aphr.in Top.524.5: abs., D.29.20, cf. 54.33; put away shame, Hld.8.5.

German (Pape)

[Seite 277] unverschämt genug sein, um zu.., sequ. ὡς, Plat. Apol. 31 b; absolut, Dem. 29, 20, unverschämt auffahren.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαναισχυντέω: ἔχω τὴν ἀναίδειαν νὰ εἴπω ἢ πράξω τι, τοῦτο οὐχ οἷοι τε ἐγένοντο ἀπαναισχυντῆσαι ὡς…, Πλάτ. Ἀπολ. 31C. ΙΙ. ἀρνοῦμαι ἀναισχύντως, Δημ. 850. 17.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
nier impudemment.
Étymologie: ἀπό, ἀναισχυντέω.

Spanish (DGE)

no tener vergüenza de τοῦτο Pl.Ap.31b
c. inf., Alex.Aphr.in Top.524.5
c. ac. int. ἀ. καλὴν ἀναισχυντίαν sentir una sana falta de vergüenza Chrys.M.58.520
abs. comportarse desvergonzadamente D.29.20, 54.33, D.C.45.27.3
en aor., abs. perder la vergüenza LXX Ie.3.3.

Greek Monotonic

ἀπαναισχυντέω: μέλ. -ήσω (ἀναίσχυντος
I. έχω την αναισχυντία, την αναίδεια να πράξω ή να εκστομίσω κάτι.
II. αρνούμαι, αποποιούμαι επαίσχυντα, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαναισχυντέω: бесстыдно утверждать, нагло заявлять Plat., Dem.

Middle Liddell

ἀναίσχυντος
I. to have the effrontery to do or say a thing, Plat.
II. to deny shamelessly, Dem.