ἀναισχυντέω
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
A to be ἀναίσχυντος, to be shameless, behave impudently, Ar.Lys.460, Th.1.37, And.2.4; πρός τινα X.Smp.8.33: also c. part., ἀναισχυντεῖ ποιῶν he is impudent enough to do, Ar.Th.708; ἀ. διαλεγόμενος Pl.Cri.53c: c. acc. cogn., ποῖα.. ἀναισχυντοῦσιν Arist. Rh.1383b12.
2 trans., treat shamelessly, and Pass., ἀναισχυντοῦμαι to be treated shamelessly, ὡς γὰρ ὁ λίθος πρὸς τὸν Σίσυφον, ὁ ἀναισχυντῶν πρὸς τὸν ἀναισχυντούμενον = for as the stone is to Sisyphus, so is the shameless one to the one who is shamelessly treated ib.1412a6.
Spanish (DGE)
1 no tener vergüenza, no avergonzarse gener. ὦ ξύμμαχοι γυναῖκες ... οὐκ ἀναισχυντήσετε; Ar.Lys.460, ἀναισχυντήσεις διαλεγόμενος; Pl.Cri.53c, cf. Isoc.15.83, μὴ ἐπιτρέπετε ἀναισχυντεῖν D.40.29, οἱ ἀναισχυντοῦντες Is.1.47, ποῖα δ' αἰσχύνονται καὶ ἀναισχυντοῦσιν Arist.Rh.1383b11, cf. Pl.Lg.729b, And.2.4, Th.1.37, Plb.30.8.4
•no tener respeto ante actos religiosos τοιαῦτα ποιῶν ὅδ' ἀναισχυντεῖ Ar.Th.708.
2 comportarse obscena o impúdicamente esp. ref. a la pederastía πρὸς ἀλλήλους X.Smp.8.33, cf. Ptol.Tetr.3.15.11.
3 tr. tratar en forma desconsiderada, ὡς γὰρ ὁ λίθος πρὸς τὸν Σίσιφον, ὁ ἀναισχυντῶν πρὸς τὸν ἀναισχυντούμενον = la piedra es a Sísifo como el que se comporta desconsideradamente al que es tratado con desconsideración (se trata de explicar la λᾶας homérica, cf. ἀναιδής II 1), Arist.Rh.1412a6.
German (Pape)
[Seite 190] unverschämt sein u. handeln, Thuc. 1, 37 u. Folgde; c. part., Plat. Crit. 53 c; ποιῶν Ar. Thesm. 708; λόγῳ Dem. Lpt. 133; οὐδέν 26, 8; περί τινος, ich schäme mich nicht darüber, Isocr., frech sein; Sp., wie Pol. 30, 8, 4; pass., unverschämt behandelt werden, Arist. rhet. 3, 11.
French (Bailly abrégé)
ἀναισχυντῶ :
n'avoir pas honte, être sans pudeur ; Pass. être traité avec impudence.
Étymologie: ἀναίσχυντος.
Russian (Dvoretsky)
ἀναισχυντέω:
1 вести себя нагло или бесстыдно Thuc., Arph., Xen.: ἢ ἀναισχυντήσεις διαλεγόμενος; Plat. или тебе не стыдно будет разговаривать (с этими людьми)?; ὁ ἀναισχυντῶν πρὸς τὸν ἀναισχυντούμενον Arst. отношение бесстыдного (человека) к жертве его бесстыдства;
2 не испытывать чувства стыда: ποῖα αἰσχύνονται καὶ ἀναισχυντοῦσιν Arst. вещи, которых (люди) стыдятся и которых не стыдятся.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναισχυντέω: εἶμαι ἀναίσχυντος, ἀναιδής, φέρομαι ἀναιδῶς, Ἀριστοφ. Λυσ. 460, Θουκ. 1. 37, Ἀνδοκ. 20. 17· πρός τινα Ξεν. Συμπ. 8. 33: ὡσαύτως μετὰ μετοχ., ἀναισχυντεῖ ποιῶν, εἶναι ἱκανῶς ἀναίσχυντος ὥστε νὰ πράξῃ ..., Ἀριστοφ. Θεσμ. 708· ἀν. διαλεγόμενος Πλάτ. Κρίτων 53C· μετ’ αἰτιατ. συστοίχου, ποῖα ... ἀναισχυντοῦσιν Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 1. 2) μεταβατ. μεταχειρίζομαί τινα μετ’ ἀναιδείας, καὶ παθ., μὲ μεταχειρίζεταί τις ἀναιδῶς, ὁ ἀναισχυντῶν πρὸς τὸν ἀναισχυντούμενο αὐτόθι 3. 11, 3.
Greek Monotonic
ἀναισχυντέω: μέλ. -ήσω, είμαι αναίσχυντος, συμπεριφέρομαι ξεδιάντροπα, σε Θουκ.· πρός τινα, σε Ξεν.
Middle Liddell
[from ἀναίσχυντος
to be shameless, behave impudently, Thuc.; πρός τινα Xen.