μέτρησις

Revision as of 13:29, 27 July 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

εως, ἡ, A measurement, χώρης Hdt.4.99, cf. X. Mem.4.7.2, Pl.Plt.285a, etc.: pl., Id.Lg.819c. 2 measuring out, dole of corn, SIG976.58 (Samos, ii B. C.); delivery in kind, PAmh.2.87.21 (ii A. D.), etc.

German (Pape)

[Seite 162] ἡ, das Messen, Maaß; Plat. Polit. 285 a, u. im plur., Legg. VII, 819 c; Xen. Mem. 4, 7, 2; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μέτρησις: ἡ, τὸ μετρεῖν, Ἡρόδ. 4. 99, Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 2, Πλάτ., κτλ., πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 819C.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de mesurer, mesurage.
Étymologie: μετρέω.

Greek Monotonic

μέτρησις: ἡ, μέτρημα, υπολογισμός, εκτίμηση, σε Ηρόδ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

μέτρησις: εως ἡ тж. pl. измерение, обмер (sc. τῆς χώρης Her.; αἱ μετρήσεις ὅσα ἔχει μήκη καὶ πλάτη καὶ βάθη Plat.).

Middle Liddell

μέτρησις, ιος, ἡ, [from μετρέω
measuring, measurement, Hdt., Xen.

English (Woodhouse)

measurement, act of measuring