ληθαργία
English (LSJ)
ἡ, drowsiness, sleepiness, lethargy, Com.Adesp.344 (pl.).
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ληθαργία: ἡ, (λήθαργος) ὕπνος βαθὺς μετ’ ἀναισθησίας, Γαλην.
Greek Monolingual
η (Α ληθαργία) λήθαργος (Ι)]
κατάσταση έντονης υπνηλίας με θόλωση της συνείδησης, λήθαργος, νάρκη, βαθύς και συνεχής ύπνος.