κλισίηθεν
English (LSJ)
Adv. out of the hut or from the hut, Il.1.391, etc.
German (Pape)
[Seite 1455] aus der Hütte, aus dem Zelte, Il. 1, 391 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
κλῐσίηθεν: Ἐπίρρ. ἐκ καλύβης, Ἰλ. Α. 391, κτλ.· πρβλ. κλισία Ι.
French (Bailly abrégé)
adv.
hors de la tente.
Étymologie: κλισίη, -θεν.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
κλισίηθεν (Α)
επίρρ. από την καλύβα, έξω από την πρόχειρη κατοικία («τὴν δὲ νέον κλισίηθεν ἔβαν κήρυκες ἄγοντες κούρην Βρισῆος», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλισία / -η + επιρρμ. κατάλ. -θεν, δηλωτική της προελεύσεως και από τόπου κινήσεως].
Greek Monotonic
κλῐσίηθεν: επίρρ., έξω από ή από μια καλύβα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
κλῐσίηθεν: adv. из палатки, из шалаша Hom.
Middle Liddell
out of or from a hut, Il.