χολοδεκτικός

Revision as of 08:45, 13 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ή, όν, = choleric, irascible, Lat. irascibilis, Gloss.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
ευερέθιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος /χολή + δεκτικός (< δέχομαι), πρβλ. αἱματοδεκτικός.