irascible
From LSJ
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. ὀξύς, πικρός, Ar. and P. ἀκράχολος, Ar. and V. ὀξύθυμος, V. δύσοργος; see angry.
ill-tempered: P. and V. δύσκολος, δυσάρεστος.
Spanish > Greek
ἐγκρασίχολος, ἔκπυρος, ἀκράχολος, ἀκρόχολος, δυσόργητος, δύσοργος, ἀγανακτικός, δυσχεραντικός