ἀνάσχεσις

Revision as of 10:50, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἀνέχομαι) A holding up, lifting up, προβοσκίδος, of an elephant, Plu.2.972b. 2 holding in suspense, τῶν δεινῶν Id.Num.13. 3 ἀ. ἡλίου rising of the sun, Arist.Mu.393b2(pl.).

German (Pape)

[Seite 210] ἡ, 1) das sich Erheben, ἡλίου, Sonnenaufgang, Arist. mund. 3, 10. – 2) das Ertragen, Dulden, Plut. Num. 13 τῶν δεινῶν.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάσχεσις: -εως, ἡ, (ἀνέχομαι) τὸ ἀνέχεσθαι, ἀνοχή, καρτέρησις, τῶν δεινῶν Πλουτ. Νουμ. 13. 2) ἀν. ἡλίου, ἡ ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου, Ἀριστ. π. Κόσμ. 3. 10· πρβλ. ἀνατολή, ἀνοχή.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 lever du soleil;
2 suspension ou cessation (d’un fléau).
Étymologie: ἀνέχω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 salida ἡλίου Arist.Mu.393b2
elevación προβοσκίδος Plu.2.972b.
2 suspensión τῶν δεινῶν Plu.Num.13.

Greek Monotonic

ἀνάσχεσις: -εως, ἡ (ἀνέχομαι), ανοχή, εγκαρτέρηση, τῶν δεινῶν, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάσχεσις: εως ἡ
1) поднятие (χειρός Plut. - v.l.);
2) восход (τοῦ ἡλίου Arst.);
3) устранение, прекращение (τῶν δεινῶν Plut.).

Middle Liddell

[ἀνέχομαι]
a taking on oneself, endurance, τῶν δεινῶν Plut.