φιλόμυθος

Revision as of 13:25, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ον, A fond of legends or fables, ὁ φ. φιλόσοφός πώς ἐστιν Arist.Metaph.982b18, cf. Jul.Gal.39b: τὸ φ., = φιλομυθία, Str.1.2.8, Longin.9.11. II talkative, Arist.EN1117b34, Fr.668 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 1282] Sagen, Fabeln, Mährchen liebend, Freund von Sagen, Longin. 9, 11. – Auch redselig, geschwätzig; Arist. eth. 3, 10; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόμῡθος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς μύθους ἢ τὰς μυθικὰς διηγήσεις, ὁ φ. φιλόσοφός πώς ἐστιν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 2, 10· τὸ φιλόμυθον = φιλομυθία, Στράβ. 19, Λογγῖν. 9. 11. ΙΙ. ὁ ἀγαπῶν νὰ λέγῃ πολλὰ, λάλος, «πολυλογᾶς», Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 3. 10, 2, Ἀποσπ. 618.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui aime les récits, les contes, les fables;
2 qui aime à parler, à causer, bavard.
Étymologie: φίλος, μῦθος.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που του αρέσουν οι μυθικές διηγήσεις
αρχ.
1. φλύαρος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόμυθον
η φιλομυθία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + μῦθος.

Greek Monotonic

φῐλόμῡθος: -ον, I. αυτός που αγαπά τους μύθους ή τις μυθικές διηγήσεις, σε Αριστ.
II. αυτός που του αρέσει η ομιλία, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

φιλόμῡθος:
1) любящий сказания, мифы Arst.;
2) словоохотливый Arst.

Middle Liddell

φῐλό-μῡθος, ον,
I. fond of legends or fables, Arist.
II. fond of talking, Arist.