φιλομυθία
From LSJ
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
English (LSJ)
ἡ, love of legends or fables, Id.11.6.2.
German (Pape)
[Seite 1282] ἡ, Liebe zu Sagen, Fabeln, Strab. XI.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
goût pour les récits, les contes, les fables.
Étymologie: φιλόμυθος.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλομῡθία: ἡ, ἡ πρὸς τοὺς μύθους ἀγάπη, Στράβ. 507.
Greek Monolingual
ἡ, Α φιλόμυθος
αρέσκεια στις μυθικές διηγήσεις.
Greek Monotonic
φῐλομῡθία: ἡ, αγάπη για τους μύθους, σε Στράβ.
Middle Liddell
φῐλομῡθία, ἡ,
a love of fables, Strab. [from φῐλόμῡθος]