νεοχμόω

Revision as of 16:30, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

A make innovations, esp. political, mostly with neut. Pron. or Adj., μηδὲν ἄλλο ν. κατά τινας Hdt.4.201, cf. 5.19; πολλὰ ἐνεόχμωσε caused many changes, Th.1.12, cf. D.H.1.89, 5.74. II inaugurate, ἅπερ αὐτὸς νεοχμοῖ Arist.Mu.401a13. 2 Medic., produce a complication, Lycusap.Orib.8.26.2.

German (Pape)

[Seite 246] neu machen, neuern, bes. wie νεωτερίζειν, im Staate Neuerungen machen, Her. 5, 19; κατά τινος, 4, 201; πολλά, Thuc. 1, 12; Sp., wie Arist. de mund. 7, 1; νεοχμοῦσθαι, S. Emp. adv. astrol. 4.

Greek (Liddell-Scott)

νεοχμόω: νεωτερίζω, ποιῶ πολιτικοὺς νεωτερισμούς, Λατ. novas res tentare, κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ οὐδετ. ἐπιθέτ., μηδὲν ἄλλο νεοχμοῦν κατά τινα Ἡρόδ. 4. 201· μηδὲν νεοχμῶσαι κατά τινα ὁ αὐτ. 5. 19· πολλὰ ἐνεόχμωσε, πολλοὺς νεωτερισμοὺς ἐπήνεγκε, Θουκ. 1. 12, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 89., 5. 74. ΙΙ. ἀνανεῶ, ἀνακαινίζω, ἅπερ αὐτὸς νεοχμοῖ Ἀριστ. π. Κόσμ. 7, 1.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés. et ao. ἐνεόχμωσα;
innover, changer l’état des affaires.
Étymologie: νεοχμός.

Greek Monotonic

νεοχμόω: = νεωτερίζω, κυρίως, εισάγω πολιτικούς νεωτερισμούς, Λατ. res novas tentare· πολλὰ ἐνεόχμωσε, εισήγαγε πολλές καινοτομίες, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

νεοχμόω: (только praes. и aor. ἐνεόχμωσα)
1) задумывать нечто новое, замышлять, затевать (κατά τινα Her.);
2) вводить изменения, изменять (πολλά Thuc.): ὁσημέραι νεοχμοῦσθαι Sext. ежедневно меняться.

Middle Liddell

νεοχμόω, [from νεοχμός = νεωτερίζω, esp.]
to make political innovations, Lat. res novas tentare, πολλὰ νεόχμωσε caused many innovations, Thuc.