изменять
From LSJ
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
Russian > Greek
μεταστρέφω, ἑτεροιόω, νεοχμόω, ἐναλλάσσω, ἐναλλάττω, ἐνδιαλλάσσω, ἐνδιαλλάττω, ἐξαλλάσσω, ἐξαλλάττω, στρέφω, ἀνταλλάσσω, ἀνταλάττω, παρακλίνω, παρκλίνω, καινόω, μεταπεττεύω, μετασκευωρέομαι, μεταποιέω, παραλλάσσω, παραλλάττω, μεταρρυθμίζω, μεταχαράσσω, παραστρέφω, ἐντρέπω, μετασχηματίζω, πλαγιάζω, παράγω, ἐξίστημι, προδίδωμι