ἀντᾴδω

Revision as of 20:05, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

A sing in answer, especially of the partridge, answer when another calls, ἀ. ὡς μαχούμενος Arist.HA614a11, cf. Mir.845b25, Ael.NA4.16; ἀ. Μούσαις Luc.Pisc.6; τοῖς φθεγγομένοις Plu.2.794c; cry out at one, ἐγὼ δ', ἢν τοῦτο δρᾷς, ἀντᾴσομαι Ar.Ec.887:—Pass., στροφῇ ἀντᾳσθῆναι Poll.4.112.

German (Pape)

[Seite 243] (für ἀνταείδω), im Gesang wetteifern, τινί, mit Einem, ταῖς Μούσαις Luc. Pisc. 6; Bahr. 88, 2; im Gesang antworten, Arist.; ἀντᾴσας Ael. H. A. 4. 16, vom Hahn, wie Plut. an seni 21; – pass., ἀντᾳσθῆναι Poll. 4, 112.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντᾴδω: μέλλ. -ᾴσομαι, ᾄδω καὶ αὐτὸς εἰς ἀπόκρισιν, ἰδίως ἐπὶ τῶν περδίκων, ἀποκρίνομαι εἰς τὴν φωνὴν τοῦ ἑτέρου, ἐπὶ δὲ τὸν θηρευτὴν πέρδικα ὠθεῖται τῶν ἀγρίων ὁ ἡγεμὼν ἀντᾴσας ὡς μαχούμενος Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 8, 8, πρβλ. π. Θαυμ. Ἀκ. 151. 2, Αἰλ. π. Ζ. 4.16· ἀντ. Μούσαις Λουκ. Ἁλ. 6· τοῖς φθεγγομένοις Πλούτ. 2.794C: ᾄδω καὶ ἐγώ, ἀντιφθέγγομαι, ἐγὼ δ’, ἢν τοῦτο δρᾷς, ἀντᾴσομαι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 887: ― Παθ., στροφῇ ἀντᾳσθῆναι Πολυδ. Δ΄, 112.

French (Bailly abrégé)

f. ἀντᾴσομαι, part. ao. ἀντᾴσας, inf. ao. Pass. ἀντᾳσθῆναι;
chanter ou crier en réponse.
Étymologie: ἀντί, ᾄδω.

Spanish (DGE)

1 cantar a su vez ᾤου ... προσάξεσθαί τινα ᾄδουσ'· ἐγὼ δ' ἢν τοῦτο δρᾷς, ἀντᾴσομαι creías ... que cantando ibas a atraerte a uno (a un joven), pero yo, si haces eso, cantaré a mi vez Ar.Ec.887
cantar en respuesta τὸ δ' ἀντᾴδειν καὶ προσιέναι y éste (el animal) canta en respuesta y se aproxima Arist.Mir.845b25, τῶν ἀγρίων ὁ ἡγεμὼν ἀντᾴσας ὡς μαχούμενος Arist.HA 614a11, ὁ δὲ τῶν ἀγρίων κορυφαῖος ἀντᾴσας πρὸ τῆς ἀγέλης μαχούμενος ἔρχεται Ael.NA 4.16
fig. responder ταῖς Μούσαις Luc.Pisc.6, τοῖς φθεγγομένοις Plu.2.794c, τῇ γραφῇ Clem.Al.Paed.2.12.120, cf. Hsch.
2 cantar en responsión en v. pas. τῆς ἀντιστρόφου τῇ στροφῇ ἀντᾳσθείσης Poll.4.112.

Greek Monolingual

ἀντᾴδω (Α)
1. αποκρίνομαι στο άσμα κάποιου με άσμα
2. απαντώ σε κάποιον που με φωνάζει
3. βάζω τις φωνές σε κάποιον.

Russian (Dvoretsky)

ἀντᾴδω: (fut. ἀντᾴσομαι, part. aor. άντᾴσας)
1) состязаться в пении (τινί Luc.);
2) (о животных, преимущ. птицах) петь в ответ, перекликаться (πέρδιξ ἀντᾴσας Arst.; ἀλεκτρυὼν ἀντᾴδων τοῖς φθεγγομένοις Plut.);
3) перен., ирон. заглушать своим пением, стараться перекричать Arph.