ἀμφίκομος

Revision as of 20:35, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")

English (LSJ)

ον, A with hair all round, AP9.516 (Crin.). 2 thick-leafed, θάμνῳ ὑπ' ἀμφικόμῳ Il.17.677, cf. Archestr.Fr.9.

German (Pape)

[Seite 140] (κόμη), Hom. einmal, θάμνος, ringsum, dicht belaubt, Il. 17, 677; dicht behaart Archest. Ath. 285 c; Crin. 32 (IX, 516).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίκομος: -ον, ὁ πανταχόθεν κομῶν, Ἀνθ. Π. 9. 516. 2) πυκνόφυλλος, θάμνῳ ὑπ’ ἀμφικόμῳ Ἰλ. Ρ. 677, πρβλ. Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 285C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 couvert de cheveux;
2 couvert de feuilles.
Étymologie: ἀμφί, κόμη.

English (Autenrieth)

(κόμη): surrounded by foliage, leafy, Il. 17.677†.

Spanish (DGE)

-ον
I 1frondoso, espeso, tupido θάμνῳ ὑπ' ἀμφικόμῳ Il.17.677, ἀκαλήφη Archestr.9.6, ἄλσος Poll.1.229, κλάδος Poll.1.236.
2 con melena a ambos lados λῃσταὶ λασίαις ἀμφίκομοι κεφαλαῖς bandidos con espesas melenas que les caen a ambos lados de la cabeza, AP 9.516 (Crin.).
II subst. ὁ ἀ. cierta piedra preciosa, llamada tb. erotylos Plin.HN 37.160.

Greek Monolingual

ἀμφίκομος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει μαλλιά ολόγυρα
2. αυτός που έχει πυκνό φύλλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -κομος < κόμη.

Greek Monotonic

ἀμφίκομος: -ον (κόμη), αυτός που έχει τριγύρω μαλλιά, σε Ανθ.
2. αυτός που έχει πυκνό φύλλωμα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίκομος:
1) густо обросший волосами: ἀμφίκομοι κεφαλαῖς Anth. длинноволосые;
2) густолиственный (θάμνος Hom.).

Middle Liddell

κόμη
1. with hair all round, Anth.
2. thick-leafed, Il.