ἀποσυλάω

Revision as of 11:02, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

English (LSJ)

A strip off spoils from a person: hence, strip off or take away from, τί τινος Pi.P.4.110. II rob, defraud one of a thing, ὅς μ' . . ἀπεσύλησεν πάτρας S.OC1330; ὅτε ἐκράτησεν ἡμῶν ἀπεσύλησεν ἂ ἐδύνατο Is.5.30; ἀ. τινά τι E.Alc.870 (lyr.), X.An.1.4.8:—Pass., ἀποσυλᾶσθαί τι A.Pr.172 (lyr.); ἱερὰ -συληθέντα τῶν ἀναθημάτων Jul. Or.7.228b. III carry off, τὴν Ἄρτεμιν Luc.Tox.2.

German (Pape)

[Seite 328] abnehmen, die Rüstung den Erschlagenen, übh. berauben, τί τινος, τοκέων τιμάν, Pind. P. 4, 110; τινά τινος Soph. O. C. 1332; Is. 5, 30; τινά τι Xen. An. 1, 4, 8; Eur. Alc. 870; Luc. Tox. 28; ἀποσυλῶμαί τι Aesch. Prom. 171; κόρην ἐκ τῶν ἀδύτων Heliod. 10, 36.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσῡλάω: λαμβάνω λάφυρα ἀπό τινος, ὅθεν ἀφαιρῶ, ἁρπάζω τί τινος Πινδ. Π. 4. 195. ΙΙ. ἀποστερῶ τινά τινος, ὅς μ’ ἐξέωσε κἀπεσύλησεν πάτρας Σοφ. Ο. Κ. 1330 (ἔνθα ἴδε Ἐλμσλ. καὶ Ἕρμ.), Ἰσαῖος 54. 2: ὡσαύτως, ἀπ. τινά τι Εὐρ. Ἄλκ. 870, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 8· ἐντεῦθεν ἐν τῷ παθ., ἀποσυλᾶσθαί τι Αἰσχύλ. Πρ.174. ― ἀποσυλέω καὶ -όω, εἶναι τύπος ἀμφίβολος.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
piller, ravir ; τινά τινος, τινά τι dépouiller qqn de qch.
Étymologie: ἀπό, συλάω.

Spanish (DGE)

(ἀποσῡλάω) 1 quitar, arrebatar c. ac. de cosa y gen. de pers. o cosa νιν (τιμάν) ... ἁμετέρων ἀποσυλᾶσαι ... τοκέων Pi.P.4.110, τὰς οὐσίας τῶν ζώντων D.C.47.16.1, de la circuncisión σάρκ' ἀποσυλῆσαι πόσθης Theodotus SHell.761, en v. pas. ποταμοῦ ἀποσυληθέντα καρκίνον cangrejo arrebatado del río Nic.Th.605, cf. Poll.1.236.
2 robar, privar de, despojar c. ac. de pers. o cosa y gen. de cosa ὅς μ' ... ἀπεσύλησεν πάτρας S.OC 1330, en v. pas. (ἱερὰ) ἀποσυληθέντα τῶν ἀναθημάτων Iul.Or.7.228b
c. doble ac. τοῖον ὅμηρον μ' ἀποσυλήσας E.Alc.870, χαλκοῦς καὶ ἄλλα ... ἡμᾶς UPZ 19.29 (II a.C.), en v. pas. σκῆπτρον τιμάς τ' ἀποσυλᾶται A.Pr.171
sólo c. ac. de cosa pillar, robar ἃ ἐδύνατο Is.5.30, χρήματα X.An.1.4.8, cf. POxy.1121.20 (III d.C.), τὴν Ἄρτεμιν Luc.Tox.2, en v. pas. τῶν πατρῴ<ω>ν μου ἀποσυληθέντων PCair.Isidor.63.10 (III d.C.)
sólo c. ac. de pers., mismo sent. ἀπεσύλησεν αὐτοὺς καὶ ἀνεχώρησεν POxy.3581.14 (IV/V d.C.).

Greek Monotonic

ἀποσῡλάω: μέλ. -ήσω, αποσπώ λάφυρα από κάποιον, και ως εκ τούτου υπεξαιρώ, αφαιρώ, αρπάζω κάτι από κάποιον, τινά τινος, σε Σοφ.· τινά τι, σε Ξεν. — Παθ., ἀποσυλᾶσθαί τι, αποστερούμαι, ληστεύομαι από κάτι, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσῡλάω: отнимать, похищать, грабить (τί τινος Pind., τινά τινος Soph. и τινά τι Eur., Xen.).

Middle Liddell


to strip off spoils from a person, to rob or defraud one of a thing, τινά τινος Soph.; τινά τι Eur., Xen.:—Pass., ἀποσυλᾶσθαί τι to be robbed of a thing, Aesch.