εὐπαρόρμητος
English (LSJ)
ον, A easily excited, πρός τινας Arist. Rh.1379a17.
German (Pape)
[Seite 1087] leicht in Bewegung zu setzen, aufzuregen, Arist. rhet. 2, 2, = καὶ ὀργίλοι.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπαρόρμητος: -ον, εὐκόλως παρορμώμενος, Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à exciter, à émouvoir.
Étymologie: εὖ, παρορμάω.
Greek Monolingual
εὐπαρόρμητος, -ον (Α)
αυτός που οργίζεται, που ερεθίζεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρ-ορμώ (πρβλ. α-παρ-όρμητος)].
Greek Monotonic
εὐπαρόρμητος: -ον (παρορμάω), αυτός που εξάπτεται εύκολα, παρορμητικός, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
εὐπαρόρμητος: легко возбуждающийся, раздражительный Arst.