ἀπολάπτω

Revision as of 12:15, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

A lap up like a dog, swallow greedily, Ar.Nu.811.

German (Pape)

[Seite 310] ablecken, abschlürfen; übertr. = ἀπολαύω, τινός Ar. Nubb. 801.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολάπτω: μέλλ. -ψω, λάπτω, πίνω διὰ τῆς γλώσσης ὡς ὁ κύων, καταπίνω λαιμάργως, Ἀριστοφ. Νεφ. 811· πρβλ. ἀπολαύω Ι.3.

French (Bailly abrégé)

avaler en lapant, laper.
Étymologie: ἀπό, λάπτω.

Spanish (DGE)

devorar τὸν ζωμόν Antiph.44.4
fig. ὅ τι πλεῖστον δύνασαι ref. a pers., Ar.Nu.811.

Greek Monolingual

ἀπολάπτω (Α) λάπτω
πίνω με τη γλώσσα όπως ο σκύλος, καταπίνω λαίμαργα.

Greek Monotonic

ἀπολάπτω: μέλ. -ψω, καταπίνω πλαταγίζοντας τη γλώσσα μου όπως ο σκύλος που πίνει νερό, καταπίνω λαίμαργα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπολάπτω: жадно лакать, глотать Arph.

Middle Liddell


to lap up like a dog, swallow greedily, Ar.