συμπέτομαι

Revision as of 13:45, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

A fly with or together, Luc.Musc.Enc.6, Ael.NA2.48; νεβροῖς Philostr.Im.2.2.

German (Pape)

[Seite 987] (s. πέτομαι), dep. med., mit, zugleich, zusammen fliegen, Luc. musc. enc. 6.

Greek (Liddell-Scott)

συμπέτομαι: ἀποθ., πέτομαι μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Λουκ. Μυίας Ἐγκώμ. 6, Αἰλ. π. Ζ. 2. 48, Φιλοστρ. Εἰκόνες σ. 812 ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

voler ensemble ou avec.
Étymologie: σύν, πέτομαι.

Greek Monolingual

Α πέτομαι
πετώ μαζί με άλλον («καὶ συμπέτονται τὴν ἐναέριον ἐκείνην μεῑξιν τῇ πτήσει μὴ διαφθείρουσαι», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

συμπέτομαι: αποθ., πετώ με κάποιον ή ομαδικά, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

συμπέτομαι: лететь одновременно или вместе Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-πέτομαι samen vliegen.

Middle Liddell

Dep. to fly with or together, Luc.