συμπέτομαι
From LSJ
English (LSJ)
fly with or together, Luc.Musc.Enc.6, Ael.NA2.48; νεβροῖς Philostr.Im.2.2.
German (Pape)
[Seite 987] (s. πέτομαι), dep. med., mit, zugleich, zusammen fliegen, Luc. musc. enc. 6.
French (Bailly abrégé)
voler ensemble ou avec.
Étymologie: σύν, πέτομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-πέτομαι samen vliegen.
Russian (Dvoretsky)
συμπέτομαι: лететь одновременно или вместе Luc.
Greek Monolingual
Α πέτομαι
πετώ μαζί με άλλον («καὶ συμπέτονται τὴν ἐναέριον ἐκείνην μεῖξιν τῇ πτήσει μὴ διαφθείρουσαι», Λουκιαν.).
Greek Monotonic
συμπέτομαι: αποθ., πετώ με κάποιον ή ομαδικά, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
συμπέτομαι: ἀποθ., πέτομαι μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Λουκ. Μυίας Ἐγκώμ. 6, Αἰλ. π. Ζ. 2. 48, Φιλοστρ. Εἰκόνες σ. 812 ἐν τέλει.
Middle Liddell
Dep. to fly with or together, Luc.