συγκραδαίνω
English (LSJ)
A shake together, Arist.Mu.395b33:—Pass., Hypsae. ap.Stob.4.31.45.
German (Pape)
[Seite 969] mit od. zugleich schwingen, erschüttern, Arist. de mundo 4 p. 395.
Greek (Liddell-Scott)
συγκρᾰδαίνω: κραδαίνω, σείω ὁμοῦ, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 29. ― Παθ., σείομαι, τρέμω ὁμοῦ, Ὑψαῖος παρὰ Στοβ. 505. 50.
Greek Monolingual
Α
κραδαίνω, σείω κάτι μαζί με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κραδαίνω «δονώ, ταρακουνώ»].
Russian (Dvoretsky)
συγκρᾰδαίνω: сотрясать (τι Arst.).