τετράκλινος

Revision as of 14:01, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ον, A with four seats or couches, ἅμαξα Luc.Tox.46; οἶκοι Ath.2.47f; σκηνή PSI5.533.3 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1097] mit vier Betten oder Tischlagern, Luc. Tox. 46 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τετράκλῑνος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρα καθίσματα ἢ ἀνάκλιντρα, ἅμαξα Λουκ. Τόξ. 46· οἶκοι Ἀθήν. 47F.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre lits ou à quatre sièges.
Étymologie: τέσσαρες, κλίνη.

Greek Monolingual

-η, -ο / τετράκλινος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
αυτός που έχει τέσσερεις κλίνες («τετράκλινο δωμάτιο»)
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει τέσσερα καθίσματα ή ανάκλιντρα («ἁμάξας τετρακλίνους», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κλινος (< κλίνη), πρβλ. πεντά-κλινος].

Greek Monotonic

τετράκλῑνος: -ον (κλίνη), αυτός που έχει τέσσερις κλίνες, τέσσερα κρεβάτια, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

τετράκλῑνος: с четырьмя ложами или сидениями (ἅμαξα Luc.).

Middle Liddell

τετρά-κλῑνος, ον, κλίνη
with four couches, Luc.