ἀνταξιόω

Revision as of 14:15, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

A demand as an equivalent or in turn, Th.6.16: c. dupl. acc., ἀνταξιῶσαι δωρεὰν αὐτόν Machoap.Ath.13.570a.

German (Pape)

[Seite 244] dagegen, als Preis verlangen, τὰ ὅμοια Thuc. 6, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταξιόω: ἀνταπαιτῶ, ἢ τὰ ἴσα νέμων τὰ ὁμοῖα ἀνταξιούτω Θουκ. 6. 16˙ μετὰ διπλῆς αἰτ., ἀνταξιῶσαι δωρεὰν καὐτόν τινα Μάχων παρ’ Ἀθην. 579Α.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
réclamer en retour.
Étymologie: ἀντάξιος.

Spanish (DGE)

pedir a su vez τὰ ἴσα νέμων τὰ ὁμοῖα ἀνταξιούτω Th.6.16
c. doble ac. ἀνταξιῶσαι δωρεὰν καὐτόν Macho 228.

Greek Monotonic

ἀνταξιόω: μέλ. -ώσω, απαιτώ ως ισότιμο ή ως αντάλλαγμα, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνταξιόω: требовать взамен (τὰ ὁμοῖα Thuc.).

Middle Liddell

[from ἀντάξιος
to demand as equivalent, or in turn, Thuc.