ἀμβλωπός

Revision as of 15:20, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")

English (LSJ)

όν, = ἀμβλωπής (abortive), bedimmed, dark, βίος A. Eu. 955 ; ἀχλύς Critias 6, cf. Pl.Com. 23D.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμβλωπός: -όν, = τῷ προηγ., ἐπισκοτισθείς, σκοτεινός, βίος Αἰσχύλ. Εὐμ. 955· ἀχλὺς Κριτίας 2. 11.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
c. ἀμβλυωπός.

Spanish (DGE)

-όν
• Morfología: fem. -ή Hsch.
1 borroso, cegado ὄψις E.Fr.155aSn., cf. Io Trag.53a
ciego ἀμβλωπή· τυφλή Hsch.
fig. δακρύων βίον ἀμβλωπόν vida cegada por las lágrimas A.Eu.955
borroso, sin brillo σέλας E.Fr.386aSn.
2 oscuro, impenetrable ἀχλύς Critias B 6.11.

Greek Monolingual

ἀμβλωπός, -όν (Α)
1. αυτός που έχει αδύνατη όραση
2. αυτός που εμποδίζει την καλή όραση
3. μτφ. θολός, σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλὺς + -ωπὸς < ὤψ «μάτι»].

Greek Monotonic

ἀμβλωπός: -όν (ἀμβλύς, ὤψ), σκοτεινός, επισκοτισμένος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμβλωπός: с притупившимся зрением: δακρύων βίος ἀ. Aesch. жизнь, ослепшая от слез, т. е. проведенная в слезах.

Middle Liddell

ἀμβλύς, ὤψ]
bedimmed, dark, Aesch.