ἀτόρνευτος
English (LSJ)
ον, A not turned in the lathe, not rounded, Gloss.
German (Pape)
[Seite 388] nicht rund gedreht, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτόρνευτος: -ον, ὁ μὴ τορνευθείς, ὁ μὴ γενόμενος διὰ τοῦ τόρνου στρογγύλος, Γλωσσ.
Spanish (DGE)
-ον no contorneado, no redondeado, Gloss.2.250.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀτόρνευτος, -ον)
(για ξύλο) που δεν έχει στρογγυλευθεί με τόρνο
νεοελλ.
ακόσμητος, ακαλλώπιστος.