ἀτόρνευτος

Revision as of 16:50, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3")

English (LSJ)

ον, A not turned in the lathe, not rounded, Gloss.

German (Pape)

[Seite 388] nicht rund gedreht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτόρνευτος: -ον, ὁ μὴ τορνευθείς, ὁ μὴ γενόμενος διὰ τοῦ τόρνου στρογγύλος, Γλωσσ.

Spanish (DGE)

-ον no contorneado, no redondeado, Gloss.2.250.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀτόρνευτος, -ον)
(για ξύλο) που δεν έχει στρογγυλευθεί με τόρνο
νεοελλ.
ακόσμητος, ακαλλώπιστος.