ἀδορυφόρητος
English (LSJ)
ον, A without body-guard, Arist.Pol.1315b28.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδορῠφόρητος: -ον, ὁ ἄνευ δορυφόρων, σωματοφυλάκων, Ἀριστ. Πολ. 5. 12, 4.
French (Bailly abrégé)
Spanish (DGE)
-ον
1 que no lleva o tiene guardia de corps Κύψελος ... διετέλεσεν ἀ. Arist.Pol.1315b28, cf. Plu.2.208b
•fig. ἁ ἀρετά Euryph.86.29.
2 astrol. que no flanquea o está próximo de un planeta, Ptol. en Heph.Astr.2.4.4.
Russian (Dvoretsky)
ἀδορῠφόρητος: не имеющий личной охраны, без телохранителей (δημαγωγός Arst.; βασιλεύς, μοναρχία Plut.).