ἐνουρέω

Revision as of 18:49, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")

English (LSJ)

aor. 1 A ἐνεούρησα Eup.45:—make water in, ἔς τι Hdt.1.138, 2.172; εἰς τὰ ὦτα Porph.Abst.3.3; ἔν τινι Hermipp.82.1: abs., ὥσπερ ἐνεουρηκότες like piss-a-beds, Ar.Lys.402, cf. Arist.Pr.876a15, Dsc.Eup.2.106, Paul.Aeg.3.45.

German (Pape)

[Seite 850] (s. οὐρέω), hineinpissen; εἴς τι, Her. 2, 172; Luc. de merc. cond. 4; ἔν τινι, Hermipp. bei Ath. I, 29 e; ins Bett, einpissen, Diosc.; τινί, anpissen, Arist. probl. 3, 34; absol., ὥσπερ ἐνεουρηκότες, als hätten wir uns bepißt, Ar. Lys. 403.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνουρέω: ἀόρ. ἐνεούρησα Εὔπολις ἐν «Αὐτολύκῳ» 12: - οὐρῶ εἴς τι ἢ ἔν τινι, ἐς ποταμὸν δὲ οὔτε ἐνουρέουσι οὔτε ἐμπτύουσι (οἱ Πέρσαι) Ἡρόδ. 1. 138., 2. 172· ἐνουροῦσι... στρώμασιν ἐν μαλακοῖς Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 2: ἀπολ., ὥστε θαἰματίδια σείειν πάρεστιν ὥσπερ ἐνεουρηκότας, ὡς νὰ τὰ κατουρήσαμεν, Ἀριστοφ. Λυσ. 402, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 3. 34.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. ἐνεούρησα, pf. ἐνεούρηκα;
uriner dans ou sur, càd ne pouvoir retenir son urine.
Étymologie: ἐν, οὐρέω¹.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. ind. ἐνεούρησεν Eup.51; perf. part. ac. plu. masc. ἐνεουρηκότας Ar.Lys.402]
1 orinar, mear en c. giro prep. o dat., c. εἰς: ἐς ποταμὸν δὲ οὔτε ἐνουρέουσι οὔτε ἐμπτύουσι (los persas), Hdt.1.138, ἐς τὸν (ποδανιπτῆρα) ... ἐνεμέειν καὶ ἐνουρέειν Hdt.2.172, cf. Gal.12.287, εἰς τὴν ἀμίδα Luc.Merc.Cond.4, εἰς τὰ ὦτα para anular algún tipo de poder sobrenatural, Porph.Abst.3.3, c. dat. loc. ἐχῖνος ... ὅταν γοῦν ἁλίσκηται, ... ἐνεούρησε τῷ δέρματι Ael.NA 4.17, ποταμῷ Par.Vat.40, c. otras prep. ἐνούρει ἐν τῷ μέσῳ οὐκ αἰδούμενος τὰς γυναῖκας de un cínico, Luc.Symp.35, de los perros ἐπαίρων τὸ ἕτερον τῶν ὀπισθίων σκελῶν ἐνουρεῖν ... πρός τι τῶν ἐξεχόντων τῆς γῆς Gal.12.295.
2 mearse, orinarse encima ref. a la incontinencia de los ancianos, Eup.l.c., Ar.l.c.
gener. en pres. sufrir de incontinencia esp. durante el sueño οἱ νέοι ἐν τοῖς βαθυτάτοις ὕπνοις μάλιστα ἐνουροῦσιν Arist.Pr.876a25, cf. Diog.4, κατὰ τοὺς ὕπνους Aët.11.25 tít., cf. Dsc.Eup.2.106, Paul.Aeg.3.45.13 (tít.).

Russian (Dvoretsky)

ἐνουρέω: испускать мочу, мочиться (εἴς τι Her., Luc.; ἐν τοῖς ὕπνοις Arst.; ὥσπερ ἐνεουρηκώς Arph.).