συμφωνιακός

Revision as of 08:45, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)cf\. ([\p{Greek}\s]+) " to "cf. $1 ")

English (LSJ)

ή, όν, A of or for a choir: pueri symphoniaci, singing boys, Cic.Mil.21.55. II ἡ -κή, a variety of ὑοσκύαμος, Pall.Agr.11.12.8, Apul.Herb.4; ὑοσκύαμος -κή Hippiatr.22; cf. σύμφωνος 111.

Greek (Liddell-Scott)

συμφωνιᾰκός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμφωνίαν, pueri symphoniaci, παῖδες ᾄδοντες ὁμοῦ, Κικ. Mil. 21. ΙΙ. ἡ συμφωνιακή, ἕτερον ὄνομα τοῦ ὑοσκυάμου, Apulei. Herb. 4 ἐν ἀρχ.˙ οὕτως ἴσως καὶ σύμφωνος, ἡ, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 5, Γαλην. 2. 265.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συμφωνία
1. συμφωνικός
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ συμφωνιακή
ποικιλία του φυτού υοσκύαμος.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συμφωνία
1. συμφωνικός
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ συμφωνιακή
ποικιλία του φυτού υοσκύαμος.