συμφωνικός
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
συμφωνική, συμφωνικόν, specified in an agreement, PLond.5.1676.41 (vi A.D.).
Greek Monolingual
-ή, -ό / συμφωνικός, -ή, -όν, ΝΑ σύμφωνος / συμφωνία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μουσική συμφωνία
νεοελλ.
1. γραμμ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα σύμφωνα («συμφωνικό σύμπλεγμα»)
2. φρ. α) «συμφωνική μουσική»
μουσ. κάθε μουσική σύνθεση που προορίζεται για ή εκτελείται από ένα πολυάριθμο οργανικό σύνολο
β) «συμφωνικό ποίημα» — μουσική σύνθεση για ορχήστρα, εμπνευσμένη από μία εξωμουσική ιδέα ή ιστορία ή εξωμουσικό πρόγραμμα που ο τίτλος αναφέρεται ή υποδηλώνει
γ) «συμφωνική ορχήστρα»
μουσ. ορχήστρα με τέσσερα βασικά τμήματα αποτελούμενα από τα ξύλινα πνευστά, δηλαδή τα φλάουτα, τα όμποε και τα φαγκότα, από τα χάλκινα πνευστά, δηλαδή τα κόρνα και τις τρομπέτες, από τα κρουστά, κυρίως από δύο τύμπανα, και από τα έγχορδα, δηλαδή τα πρώτα και δεύτερα βιολιά, τις βιόλες, τα βιολοντσέλα και τα κοντραμπάσα
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ομοφωνία.