παραφυσάω
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 507] anblasen, anfachen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παραφῡσάω: φυσῶν παρεκτρέπω τῆς ὁδοῦ, Κλήμ. Ἀλ. 108. ΙΙ. παροξύνω, ἐξεγείρω, Αἴσωπ. 348, ἔκδ. de Furia. παράφῠσις, ἡ, = παραφυάς, Ι, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 2, 5. 2) ἐπὶ τῶν πλαγίων ἀποφύσεων τῶν σπονδύλων, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 810. 3) ἐπὶ ἀμβλώσεως κνήματος, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 43 καὶ 45.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
παραφῡσάω: раздувать, возбуждать Aesop.