κέρδιστος

Revision as of 11:20, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ’" to "’")

German (Pape)

[Seite 1423] superl. zum Folgdn (von κέρδος), der Listigste, Verschlagenste, Il. 6, 153, von Sisyphus; – der Nützlichste, κέρδιστον εὖ φρονοῦντα μὴ δοκεῖν φρονεῖν Aesch. Prom. 385; πρὸς τὸ κέρδιστον τραπεὶς γνώμης Soph. Ai. 730.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 le plus avantageux, le plus utile;
2 le plus rusé.
Étymologie: Sp. dérivé de κέρδος.

Greek Monolingual

κέρδιστος, -ίστη, -ον (Α)
1. πάρα πολύ πανούργος, δολιότατος («Σίσυφος... ὃ κέρδιστος γένετ' ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.)
2. ωφελιμότατος («πρὸς τὸ κέρδιστον τραπεὶς γνώμης», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρδος. Χρησιμοποιείται ως υπερθετικός βαθμός του επιθ. κερδαλέος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κέρδιστος -η -ον poët. superl. slimst, voordeligst:. Σίσυφος... ὃ κ. γένετ’ ἀνδρῶν Sisiphus, die de sluwste van alle mensen was Il. 6.153; κέρδιστον εὖ φρονοῦντα μὴ φρονεῖν δοκεῖν de beste politiek is slim te zijn, maar niet die indruk te wekken Aeschl. PV 385.

Russian (Dvoretsky)

κέρδιστος: superl.
1) хитрейший, чрезвычайно лукавый (Σίσυφος Hom.);
2) самый полезный, выгодный: κέρδιστον εὖ φρονοῦντα μὴ φρονεῖν δοκεῖν погов. Aesch. для умного самое выгодное не казаться умным.

English (Woodhouse)

(see also: κερδίων) profitable