κερδίων

From LSJ

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερδίων Medium diacritics: κερδίων Low diacritics: κερδίων Capitals: ΚΕΡΔΙΩΝ
Transliteration A: kerdíōn Transliteration B: kerdiōn Transliteration C: kerdion Beta Code: kerdi/wn

English (LSJ)

κερδίον, gen. ονος, Comp. (with no Posit. in use), formed from κέρδος,
A more profitable; Hom. only neut., ἐμοὶ δέ κε κέρδιον εἴη Il.6.410, or καί κεν πολὺ κέρδιον ἦεν 3.41, cf. 7.28; ἦ μάλα τοι τόδε κ. ἔπλετο θυμῷ Od.20.304: later in masc., οὔτοι ἅπασα κερδίων φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεια Pi.N.5.16.
II κέρδιστος, η, ον, Sup., most cunning or crafty, Σίσυφος... ὃ κέρδιστος γένετ' ἀνδρῶν Il.6.153.
2 of things, most profitable, A.Pr.387; πρὸς τὸ κέρδιστον τραπείς S.Aj.743.

German (Pape)

[Seite 1423] ον, comparat. (von κέρδος abgeleitet), nützlicher, vortheilhafter, übh. besser; bei Hom. in den Vrbdgn ἐμοὶ δέ κε κέρδιον εἴη u. καί κεν πολὺ κέρδιον ἦεν, z. B. Il. 3, 41. 7, 28; – κερδίων Pind. N. 5, 17. Vgl. κέρδιστος.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
plus avantageux, plus utile.
Étymologie: Cp. dérivé de κέρδος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κερδίων -ον [κέρδος] poët. comp. voordeliger, beter:. ἦ τ’ ἂν πολὺ κέρδιον ἦεν dat was toch veel beter geweest Il. 5.201; ὦδε δέ οἱ... δοάσσατο κέρδιον εἶναι zo leek het hem beter te zijn Il. 16.652; πρὸς τὸ κέρδιον τραπεῖς γνώμης tot beter inzicht gekomen Soph. Ai. 743.

Russian (Dvoretsky)

κερδίων: 2, gen. ονος (ῑ) compar. более полезный Hom., Pind.

English (Autenrieth)

more profitable, more advantageous, ‘better,’ Od. 18.166.— Sup. κέρδιστος, the slyest, Il. 6.153†.

English (Slater)

κερδῐων comp. adj., more profitable οὔ τοι ἅπασα κερδίων φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκές (N. 5.16)

Greek Monolingual

κερδίων, κέρδιον (Α)
επικερδέστερος, ωφελιμότερος, συμφερότερος («ἐμοὶ δὲ κε κέρδιον εἴη σεῡ ἀφαμαρτούση χθόνα δύμεναι», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρδος. Χρησιμοποιείται ως συγκριτικός βαθμός του επιθ. κερδαλέος.

Greek Monotonic

κερδίων: -ον ( Επικ., Αττ.), γεν. -ονος,
I. συγκρ. (με θετικό βαθμό σε αχρηστία, από το κέρδος), περισσότερο επικερδής, σε Όμηρ. κ.λπ.
II. κέρδιστος, , -ον, υπερθ., περισσότερο δόλιος, πανουργότατος, σε Αισχύλ., Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κερδίων: -ον, γεν. ονος, συγκρ. (ἄνευ θετικοῦ ἐν χρήσει), ἐσχηματισμένον ἐκ τοῦ κέρδος, ὠφελιμώτερος· ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ οὐδ., ἐμοὶ δέ κε κέρδιον εἴη, ἢ καὶ κεν πολὺ κέρδιον ἦεν Ἰλ. Γ. 41., Η. 28· ἦ μάλα τοι τόδε κ. ἔπλετο θυμῷ Ὀδ. Υ. 304, πρβλ. Πινδ. Ν. 5. 30. II. κέρδιστος, η, ον, ὑπερθ., πανουργότατος, ἢ δολιώτατος, Σίσυφος.., ὃ κέρδιστος γένετ’ ἀνδρῶν Ἰλ. Ζ. 153. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὠφελιμώτατος, Αἰσχύλ. Πρ. 585· πρὸς τὸ κέρδιστον τραπεὶς Σοφ. Αἴ. 743.

Middle Liddell

[comp. with no Posit. in use, formed from κέρδος
I. more profitable, Hom., etc.
II. κέρδιστος, η, ον, Sup. most cunning or crafty, Il.
2. of things, most profitable, Aesch., Soph.