συνελευθερόω

Revision as of 08:00, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "s’" to "s'")

English (LSJ)

A join in freeing from, τινὰς τοῦ μουνάρχου Hdt.5.46; τὴν πόλιν ἀπ' Ἀθηνάων IG12(9).187.8 (Eretria, v B.C.). 2 abs., join in freeing, τὴν Ἑλλάδα Hdt.7.157, cf. 51, Th.2.72, 6.56.

German (Pape)

[Seite 1014] mit, zugleich befreien, τινά τινος; Her. 5, 46. 7, 51. 157; Thuc. 2, 72. 6, 56, Ἑλλάδα, Dem. 59, 96.

Greek (Liddell-Scott)

συνελευθερόω: ἀπὸ κοινοῦ ἐλευθερώνω ἀπό τινος, αὐτοὺς τοῦ μουνάρχου Ἡρόδ. 5. 42. 2) ἀπολ., ἐλευθερώνω ὁμοῦ, τὴν Ἑλλάδα ὁ αὐτ. 7. 51, 157, Θουκ. 2. 72.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
aider à s'affranchir de, gén. ou ἀπό τινος ; abs. aider à affranchir, acc..
Étymologie: σύν, ἐλευθερόω.

Greek Monotonic

συνελευθερόω: μέλ. -ώσω, ελευθερώνω από κοινού, ελευθερώνω από κάποιον, με γεν., σε Ηρόδ.· απόλ., συμβάλλω στην απελευθέρωση, στον ίδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

συνελευθερόω:
1) вместе освобождать, помогать освободить (τινα Her., Thuc.);
2) помогать освободиться (τινά τινος Her. и ἀπό τινος Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-ελευθερόω, Att. ook ξυνελευθερόω helpen bevrijden; met acc. en gen. iem. van iem.. Hdt. 5.46.2.

Middle Liddell

fut. ώσω
to join in freeing from another, c. gen., Hdt.:—absol. to join in freeing, Hdt., Thuc.