ὑποδειλιάω

Revision as of 08:20, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "s’" to "s'")

English (LSJ)

A to be somewhat cowardly, ὑποδεδειλιακότες ἄνθρωποι poor cowardly fellows, Aeschin.1.181. II = ὑποδείδω, πόλεμον, f.l. for ἀπο-, Plb.35.3.4.

German (Pape)

[Seite 1214] ein wenig furchtsam sein; ὑποδεδειλιακότες entspricht den πονηροί Aesch. 1, 181; τὸν πόλεμον Pol. 35, 3, 4, den Krieg fürchten.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποδειλιάω: δειλιῶ ὀλίγον τι, ὑποδεδειλιακότες ἄνθρωποι, Αἰσχίν. 26. 1. ΙΙ. = ὑποδείδω, πόλεμον Πολύβ. 35. 3, 4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 intr. être un peu effrayé;
2 tr. s'effrayer un peu, craindre un peu, acc..
Étymologie: ὑπό, δειλιάω.

Greek Monotonic

ὑποδειλιάω: δειλιάζω λιγάκι, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

ὑποδειλιάω: побаиваться, опасаться (τὸν πόλεμον Polyb. - v.l. ἀποδειλιάω): οἱ ὑποδεδειλιακότες - v.l. ἀποδεδειλιακότες - ἄνθρωποι Aesch. трусоватые люди.

Middle Liddell

to be somewhat cowardly, Aeschin.