ἀχρησία
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 419] ἡ, der Nichtgebrauch, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
Spanish (DGE)
Greek Monolingual
η (AM ἀχρησία) χρήσις
η μη χρησιμοποίηση
νεοελλ.
(νομ.) λόγος απόσβεσης των «δουλειών» εξαιτίας της μη άσκησής τους από τον δικαιούχο για μία ολόκληρη εικοσαετία.