ἀλλοφυλία

Revision as of 10:30, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ἡ, A foreign matter, Epicur.Ep.2p.48U.

German (Pape)

[Seite 107] ἡ, das Fremdartige, Epicur. bei D. L. 10, 106.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
materia extraña τὰ δὲ πνεύματα συμβαίνει γίνεσθαι ... ἀλλοφυλίας τινὸς ... παρεισδυομένης Epicur.Ep.[3] 106.

Greek Monolingual

η (Α ἀλλοφυλία) ἀλλόφυλος
νεοελλ.
η αλλοεθνία
αρχ.
ξένη ουσία.

Russian (Dvoretsky)

ἀλλοφῡλία:инородное вещество Epicur. ap. Diog. L.