κακοψυχία

Revision as of 10:55, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

ἡ, A = κακοφυΐα, bad natural qualities, opp. εὐψυχία, Pl.Lg.791c.

German (Pape)

[Seite 1305] ἡ, Kleinmuth, Verzagtheit, Plat. Legg. VII, 791 c, im Ggstz von εὐψυχία.

Greek (Liddell-Scott)

κακοψῡχία: ἡ, δειλία, ὀλιγοψυχία, ἀντίθετον τῷ εὐψυχία, Πλάτ. Νόμ. 791C.

Greek Monolingual

κακοψυχία, ἡ (Α)
1. κακοφυΐα, κακή φυσική ιδιότητα, κακό φυσικό
2. (κατ' επέκτ.) δειλία, ολιγοψυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ψυχία (< -ψυχος < ψυχή), πρβλ. μεγαλοψυχία, φιλοψυχία].

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοψυχία:малодушие, трусость Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοψυχία -ας, ἡ [κακός, ψυχή] lafheid.