φιλοψυχία
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
Ion. φιλοψυχίη, ἡ, love of life, Iamb.Protr. 20; φιλοψυχίην ἀναιρέεται he conceives a desire for life, Hdt.6.29; πολλὴ μεντἄν με φ. ἔχοι, εἰ.. Pl.Ap.37c; φιλοψυχίας ἕνεκα Id.Lg. 944f.
German (Pape)
[Seite 1289] ἡ, ion. φιλοψυχίη, Liebe zum Leben, φιλοψυχίην ἀναιρέεται, er faßt Liebe zum Leben, Her. 6, 29; gew. Feigheit, Furchtsamkeit, Zaghaftigkeit, Plat. Apol. 37 c u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
amour de la vie, attachement excessif à la vie.
Étymologie: φιλόψυχος.
Russian (Dvoretsky)
φιλοψῡχία: ион. φιλοψῡχίη ἡ (чрезмерное) жизнелюбие, привязанность к жизни Her.: φιλοψυχίας ἕνεκα Plat. из желания сохранить свою жизнь; ἡ ἀνανδρία καὶ φ. Plut. трусливая боязнь за свою жизнь.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοψῡχία: Ἰωνικ. -ίη, ἤ, ἡ ἀγάπη τῆς ζωῆς, φιλοψυχίην ἀναιρέεται, γίνεται φιλόψυχος, φιλόζωος, Ἡρόδ. 6. 29· πολλὴ μέντ’ ἄν με φιλ. ἔχοι, εἰ... Πλάτ. Ἀπολ. 37C· φιλοψυχίας ἕνεκα ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 944F.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φιλοψυχίη Α φιλόψυχος
1. η υπερβολική αγάπη για τη ζωή
2. συνεκδ. δειλία, ατολμία.
Greek Monotonic
φῐλοψῡχία: Ιων. -ίη, ἡ, αγάπη για την ζωή, σε Ηρόδ., Πλάτ.
Middle Liddell
φῐλοψῡχία, ἡ, [from φῐλοψῡχέω]
love of life, Hdt., Plat.