ἀποσπασμός

Revision as of 11:00, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

ὁ, A tearing away, severing, Plu.2.77c; νεύρου Gal.18(1).736. II being torn away, separation, severance, ὁ τῆς συνοδίας ἀ. Str.8.3.17; τῶν ἀναγκαιοτάτων D.H.5.55, cf. Phld.λιβ. p.4O.; -μοὶ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώματος Id.Mort. 9.

German (Pape)

[Seite 325] ὁ, das Abziehen, Trennung, Plut. prof. virt. sent. p. 247; Strab.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσπασμός: ὁ, ἀποχωρισμός, Πλόυτ. 2. 77C. ΙΙ, διαίρεσις, διαχωρισμός, ὁ τῆς συνοδίας ἀποσπασμός, εἰς τἀναντία τῆς ὁδοῦ οὔσης, Στράβ. 346· τῶν ἀναγκαιοτάτων Διον. Ἁλ. 5. 55.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de déchirer, d’arracher.
Étymologie: ἀποσπάω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 separación Plu.2.77c, τοὺς ἀποσπασμοὺς τῆς ψυχῆς ἀπὸ [τοῦ σώ] ματος Phld.Mort.99
desviación, apartamiento τῆς συνοδίας Str.8.3.17, τῶν ἀναγκαιοτάτων D.H.5.55, τῶν οἰκείων Phld.Lib.4
rapto, secuestro τῆς δούλης PFam.Teb.37.21 (II d.C.).
2 medic. distensión νεύρου Gal.18(1).736.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσπασμός:вырывание, отвлекание Plut.