ἀστοργία

Revision as of 11:00, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

ἡ, A want of natural affection, Antipho Fr.73, Men.522, D.H.3.18.

German (Pape)

[Seite 376] ἡ, Lieblosigkeit, Men. Stob. 16, 10; Dion. Hal.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστοργία: ἦ, ἔλλειψις φυσικῆς στοργῆς, Μένανδ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 5, Διον. Ἁλ. 3. 18.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
falta de afecto, insensibilidad ἀστοργίαν ... καὶ σκληρότητα ... ἐμφανίζοντες Heraclid.Pont.163.25, ἀστοργίαν ἔχει τιν' ὁ σκληρὸς βίος Men.Fr.455, cf. Antipho Fr.73, D.H.3.18.

Greek Monolingual

η (AM ἀστοργία) άστοργος
η έλλειψη στοργής.

Russian (Dvoretsky)

ἀστοργία:отсутствие привязанностей, черствость Men.