πάπας
English (LSJ)
v. πάππας.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
πάπας: ἴδε ἐν λ. πάππας.
Greek Monolingual
και πάππας, ο, ΝΜΑ
1. (στην αρχαία Εκκλησία) τιμητικός εκκλησιαστικός τίτλος του ιερέα και από τον 3ο αιώνα του επισκόπου, ιδίως της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας και τών Ιεροσολύμων, αργότερα δε και μερικών επισκόπων της Δύσης
2. τιμητικός τίτλος που αποδίδεται από τον 9ο αιώνα στον επίσκοπο Ρώμης, αρχηγό της Δυτικής Εκκλησίας, και από το 1929 κοσμικό αρχηγό του μικρού κράτους του Βατικανού
νεοελλ.
φρ. α) «κρατάει τον πάπα απ' τα γένια» — λέγεται για κάποιον που καυχιέται, χωρίς να έχει αξία
β) «ούτε ο γκραν πάπας να το πει (δεν το κάνω)» — λέγεται ως κατηγορηματική άρνηση
γ) «το αλάθητο του πάπα» — το πρωτείο εξουσίας και το αλάθητο στην Εκκλησία που αναγνώρισε στον πάπα το 1870 η σύνοδος του Βατικανού και τα οποία η Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία απορρίπτει
αρχ.
1. τιμητικός τίτλος ο οποίος δινόταν σε θεούς
2. (θωπευτική λέξη τών παιδιών προς τον πατέρα τους) μπαμπάς («πάππα φίλε», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστική λ. της παιδικής γλώσσας που ανάγεται στο θ. πα- του πατήρ με αναδιπλασιασμό (πρβλ. μάμμη), δηλωτική τροφής (πρβλ. λατ. pappa, -ae «τροφή»). Η ονομ. πάππας προήλθε από την κλητική πάππα. Ο τ. συνδέεται με το λατ. pappa «μπαμπάς» (πρβλ. mamma), που στους χριστιανικούς χρόνους αποδόθηκε ως τίτλος αγάπης και σεβασμού σε επισκόπους και αρχιερείς, γενικά, και ειδικότερα στον επίσκοπο Ρώμης, αρχηγό της Δυτικής Εκκλησίας, από όπου με την ίδια σημ. πέρασε και στην Ελληνική].