παλιμπυγηδόν

Revision as of 14:25, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

Adv. rump-foremost, Arist. PA659a20, Hsch.

German (Pape)

[Seite 449] rückwärts, Arist. part. an. 2, 16, zw.; Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιμπῡγηδόν: Ἐπίρρ., «ὀπισθόκωλα», Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 16, 6 (κοινῶς πάλιν πυγηδόν). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «παλιμπυγηδόν· τὸ εἰς τοὐπίσω ἀναποδίζειν».

Greek Monolingual

παλιμπυγηδόν (Α)
επίρρ. πισώκωλα, με κίνηση προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πυγηδόν «οπισθίως» (< πυγή)].

Russian (Dvoretsky)

πᾰλιμπῡγηδόν: adv. задом наперед Arst.