παντόμορφος
English (LSJ)
ον, = πάμμορφος, Θέτις S.Fr.618; σπλάγχνων γένη Hp. Ep.23 (παντάμ- codd.); of the universe, Corp.Herm.11.16: hence, as substantive π., ὁ, the Universe, Ps.-Apul.Asclep.19 (cf. 35); as figure-head of a ship, perhaps Proteus, PGrenf.1.49.20 (iii A. D.).
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
παντόμορφος: -ον, = πάμμορφος, Σοφ. Ἀποσπ. 548, Ἱππ. 1289.54.
Spanish
Greek Monolingual
-ον, Α
1. πάμμορφος
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ παντόμορφος
α) το Σύμπαν
β) γλυπτή μορφή ως ακροστόλιο πλοίου, πιθ. ο Πρωτεύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. πολύ-μορφος].
Russian (Dvoretsky)
παντόμορφος: принимающий все образы, многообразный (Θέτις Soph.).