πάμμορφος
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
πάμμορφον, assuming all forms, of Proteus, Theol.Ar.7; ἰδέαι Dam.Pr.311.
German (Pape)
[Seite 454] allgestaltig, von allen Gestalten, Theol. arithm. 7.
Greek (Liddell-Scott)
πάμμορφος: -ον, ὁ πᾶσαν λαμβάνων μορφήν, πολύμορφος, ἐπὶ τοῦ Πρωτέως, Θεολογ. Ἀριθμ. 7.
Spanish
Greek Monolingual
πάμμορφος, -ον (Α)
(για τον Πρωτέα) αυτός που λαμβάνει κάθε μορφή, πολύμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -μορφος (< μορφή)].
Léxico de magia
-ον que posee todas las formas de Mene ἐπικαλοῦμαί σε, πάμμορφον καὶ πολυώνυμον δικέρατον θεὰν Μήνην a ti te invoco, que posees todas las formas y muchos nombres, bicorne diosa Mene P VII 757