περίωπος

Revision as of 14:55, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, visible all round, Hsch. s.v. ἀμφίσωπον: in Orph.A.14 περιωπέα… Ἔρωτα is prob. f.l. for πυριωπέα.

Greek (Liddell-Scott)

περίωπος: -ον, ὁρατὸς πανταχόθεν, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀμφίσωπον· ― ἐν τοῖς Ὀρφ. Ἀργ. 14 ἀντὶ περιωπέα, κυδρὸν Ἔρωτα, ὁ Ruhnk. προύτεινε πυρσωπέα, ἀλλ’ ἴσως ἡ ὀρθὴ γραφὴ εἶναι ἀπερωπέα (ποιητ. ἀντὶ ἀπεριωπέα), ἴδε ἀπέρωτος.

Greek Monolingual

-ον, Α
φανερός από παντού, περίοπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -ωπος (< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός, όψη»), πρβλ. μέτ-ωπον, πρόσ-ωπον].